- ευπρόσεδρος
- εὐπρόσεδρος, -ον (Α)1. ευπάρεδρος*2. (για παρθένους) ευσεβής, αφοσιωμένη στον θεό.[ΕΤΥΜΟΛ. ευ + προσ-εδρος «ο πλησίον καθήμενος» (< προς + -εδρος < έδρα), πρβλ. πάρ-εδρος, πρό-εδρος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
εὐπρόσεδρον — εὐπρόσεδρος masc/fem acc sg εὐπρόσεδρος neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐπροσέδρου — εὐπρόσεδρος masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)